H Βουλγαρία, η Κύπρος, η Ουγγαρία, η ȁετονία, η ȁιθουανία, η Ȃάλτα, η Πολωνία και η Ρουμανία εκφράζουν βαθύ προβληματισμό ως προς το ενδεχόμενο συμφωνία για την πρώτη δέσμη μέτρων για την κινητικότητα να έρχεται σε αντίθεση με τη βασική ελευθερία παροχής υπηρεσιών στην ενιαία αγορά, την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων καθώς και τις βασικές πολιτικές και στόχους της ΕΕ για το κλίμα.
Πιο συγκεκριμένα, η απαίτηση επιστροφής των βαρέων οχημάτων στο κράτος μέλος εγκατάστασης τουλάχιστον μία φορά ανά οκτώ εβδομάδες έρχεται σε αντίθεση με τους φιλόδοξους στόχους της ΕΕ για το κλίμα, οι οποίοι τέθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της νέας Πράσινης Συμφωνίας στις 11 Δεκεμβρίου 2019.
H υποχρέωση αυτή, θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του αριθμού των διαδρομών χωρίς φορτίο που εκτελούν τα φορτηγά στους ευρωπαϊκούς δρόμους και, ακολούθως, σε σημαντική αύξηση των εκπομπών CO2 από τον τομέα των μεταφορών. Ο τομέας αυτός ευθύνεται ήδη για περίπου το ένα τέταρτο των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην ΕΕ.
Παρά τις προσπάθειές να επισημάνουμε τα σημεία αυτά και παρά τα επιστημονικά στοιχεία που προκύπτουν από μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχει μια τέτοια υποχρέωση στην αύξηση των διαδρομών χωρίς φορτίο και των εκπομπών CO2, δεν υπάρχει ευαισθητοποίηση για τον αντίκτυπο που αναμένεται να έχει η εν λόγω διάταξη και κάθε ορθολογικό επιχείρημα απορρίπτεται.
Ταυτόχρονα, παρά το ότι, σύμφωνα με το θεματολόγιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας, απαιτείται να διενεργείται αξιολόγηση του αντικτύπου σε επίπεδο ΕΕ για κάθε τέτοιο μέτρο, δεν έχει υποβληθεί ακόμη καμία τέτοια εκτίμηση. Τα οχήματα που επιστρέφουν στο κράτος μέλος εγκατάστασης αποτελούν ένα μόνο παράδειγμα υπερβολικά περιοριστικών μέτρων που εισάγουν διακρίσεις στο πλαίσιο της πρώτης δέσμης μέτρων για την κινητικότητα. Έχουμε παρόμοιους προβληματισμούς και για τους περιορισμούς που υπάρχουν στις ενδομεταφορές με τη μορφή υπερβολικά μακράς περιόδου αναμονής. Αυτή η περίοδος αναμονής ισοδυναμεί με μέτρο προστατευτισμού, το οποίο θα έχει μάλλον αρνητικό αντίκτυπο στην ενιαία αγορά.
Η υποχρέωση επιστροφής των φορτηγών καθώς και οι περιορισμοί που επιβάλλονται στις ενδομεταφορές θα παράγουν, σύμφωνα με εκτιμήσεις αναγνωρισμένων ερευνητικών ιδρυμάτων, εκατομμύρια επιπρόσθετους τόνους εκπομπών CO2 ετησίως.
Ένα ακόμη σημαντικό σημείο προβληματισμού είναι ότι η υποχρεωτική επιστροφή του οχήματος θα θέσει σε μειονεκτική θέση κράτη μέλη που λόγω της γεωγραφικής τους θέσης θα αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην παροχή υπηρεσιών μεταφορών με φορτηγά στην ενιαία αγορά, καθώς τα οχήματά τους θα πρέπει να καλύπτουν πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις και να ξεπερνούν σημαντικά φυσικά εμπόδια, ιδίως όταν πρόκειται για νησιά.
Ο αθέμιτος ανταγωνισμός από φορείς εκμετάλλευσης τρίτων χωρών αποτελεί επίσης έναν παράγοντα που δεν έχει εξεταστεί δεόντως. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο, δεδομένου ότι η λύση που θα υιοθετηθεί θα έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις όχι μόνο στον τομέα των μεταφορών, αλλά και στην οικονομία της ΕΕ συνολικά.
Στον τομέα των μεταφορών αξίζει ένα δίκαιο και ισχυρό ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα τονώσει περαιτέρω την ανάπτυξή του, εξασφαλίζοντας παράλληλα ρεαλιστικούς και εφαρμόσιμους κανόνες. Αντί για ισορροπημένες διατάξεις και μια πραγματική συμβιβαστική λύση, η προσωρινή συμφωνία επιβάλλει περιοριστικά, δυσανάλογα μέτρα και μέτρα προστατευτισμού.
Η πρώτη δέσμη μέτρων για την κινητικότητα συνιστά βασικό φάκελο για την ευρωπαϊκή ενιαία αγορά καθώς και για τον τομέα των οδικών μεταφορών.