Η Continental παρουσιάζει 2 νέα concepts τεχνολογίας ελαστικών που θα κάνουν την οδήγηση πιο ασφαλή και άνετη στο μέλλον. Τα δύο συστήματα όχι μόνο καθιστούν δυνατό τον συνεχή έλεγχο της κατάστασης του ελαστικού, αλλά και την προσαρμογή τής απόδοσής του, ανάλογα με τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στο οδόστρωμα. Οι τεχνολογίες ονομάζονται ContiSense & ContiAdapt.
Το ContiSense βασίζεται στην ανάπτυξη ηλεκτρικά αγώγιμων μιγμάτων γόμας που επιτρέπουν την αποστολή ηλεκτρικών σημάτων, από ένα αισθητήρα στο ελαστικό, σε ένα δέκτη στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Οι εγκατεστημένοι στο ελαστικό αισθητήρες ελέγχουν συνεχώς το βάθος του πέλματος και τη θερμοκρασία. Αν οι τιμές των μετρήσεων βγουν εκτός προκαθορισμένων ορίων, το σύστημα αμέσως προειδοποιεί τον οδηγό. Αν ο,τιδήποτε διατρήσει το πέλμα, το κύκλωμα στο ελαστικό “κλείνει”, ενεργοποιώντας, παράλληλα, μια ένδειξη κινδύνου για τον οδηγό, πριν χαθεί η πίεση – και σε κάθε περίπτωση, πιο γρήγορα από τα υπάρχοντα αντίστοιχα συστήματα, τα οποία ειδοποιούν τον οδηγό, μόνο αφού η πίεση του ελαστικού έχει ήδη αρχίσει να χάνεται.
Στο μέλλον, το σύστημα ContiSense θα αποκτήσει επιπλέον αισθητήρες που θα μπορούν να αξιοποιηθούν μεμονωμένα. Με αυτόν τον τρόπο, οι πληροφορίες για το οδόστρωμα, όπως η θερμοκρασία ή ύπαρξη χιονιού, θα γίνονται αισθητές από το ελαστικό και θα μεταδίδονται στον οδηγό. Τα δεδομένα θα μπορούν να μεταδοθούν στα ηλεκτρονικά του οχήματος ή μέσω bluetooth στο smartphone του οδηγού.
To ContiAdapt συνδυάζει μικρο-συμπιεστές, ενσωματωμένους στον τροχό, με στόχο τη ρύθμιση της πίεσης του ελαστικού, μέσω μιας μεταβλητής, ως προς το πλάτος, ζάντας. Το σύστημα μπορεί έτσι να τροποποιεί το μέγεθος της επιφάνειας του ελαστικού που εφάπτεται με το οδόστρωμα (contact patch), το οποίο, ανάλογα με τις συνθήκες, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα ασφάλειας, αλλά και άνεσης. Τέσσερεις διαφορετικοί συνδυασμοί επιτρέπουν τέλεια προσαρμογή σε διαφορετικές συνθήκες οδοστρώματος, όπως βρεγμένο, ανώμαλο, γλιστερό ή κανονικό.
Για παράδειγμα, ο συνδυασμός μικρότερης επιφάνειας επαφής και υψηλής πίεσης είναι κατάλληλος για οδήγηση που τη χαρακτηρίζει η χαμηλή αντίσταση κύλισης και η οικονομία καυσίμου, όταν ο δρόμος είναι στεγνός και με καλό οδόστρωμα. Αντίθετα, ο συνδυασμός πιο μεγάλης επιφάνειας επαφής και πιο χαμηλής πίεσης προσφέρει ιδανική πρόσφυση σε γλιστερούς δρόμους. Το σύστημα, επίσης, επιτρέπει τη ρύθμιση του ελαστικού σε πολύ χαμηλές πιέσεις (κάτω από 1 bar), ώστε, για παράδειγμα, να διευκολυνθεί ο οδηγός να ξεκινήσει το όχημα σε βαθύ χιόνι ή να διασχίσει μια επιφάνεια με επικίνδυνο μαύρο πάγο (μη ορατή παγωμένη υγρασία στο οδόστρωμα).
Οι τεχνολογίες ContiSense & το ContiAdapt υποστηρίζονται από ένα νέο πρωτοποριακό ελαστικό που επιτρέπει την πλήρη αξιοποίηση και των δύο συστημάτων. Ο σχεδιασμός του ελαστικού περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές ζώνες πέλματος για οδήγηση σε βρεγμένες, γλιστερές και στεγνές επιφάνειες. Ανάλογα με την πίεση του ελαστικού και το πλάτος της ζάντας, ενεργοποιούνται διαφορετικές ζώνες πέλματος και το ελαστικό υιοθετεί το απαιτούμενο “αποτύπωμα“ για την περίσταση.
Με αυτόν τον τρόπο, τα χαρακτηριστικά του ελαστικού προσαρμόζονται στις επικρατούσες οδικές συνθήκες ή στις προτιμήσεις του οδηγού. Η Continental θεωρεί και τις δυο τεχνολογίες, ως πολλά υποσχόμενες λύσεις στα θέματα αυτοκίνησης του μέλλοντος, καθώς τα ελαστικά θα προσαρμόζονται στις ανάγκες της αυτόνομης οδήγησης και της ηλεκτροκίνησης.
Επιπλέον, τα συστήματα αυτά ακολουθούν τις ήδη καθιερωμένες τεχνολογίες εκτεταμένης κινητικότητας, ContiSeal (αυτόματο σφράγισμα διατρήσεων ελαστικού για αποφυγή κλαταρίσματος), και, ContiSilent (αισθητή μείωση θορύβου του ελαστικού κατά την επαφή του με το οδόστρωμα). Αντλώντας εμπειρία από την 140 ετών ιστορία της στην κατασκευή ελαστικών, αλλά και από την εξειδίκευση στον τομέα των ηλεκτρονικών και του IT, η Continental συστηματικά ευθυγραμμίζει τα προϊόντα της με τις μελλοντικές απαιτήσεις της αυτόνομης και ηλεκτροκίνητης οδήγησης.